βοράνια ή υβρίδια του βορίου — Δισθενείς ενώσεις του βορίου με υδρογόνο, τις οποίες παίρνουμε με επεξεργασία του βοριούχου μαγνησίου με υδροχλωρικό οξύ. Η απλούστερη από τις ενώσεις αυτές, το διβοράνιο (Β2Η6), είναι αέριο· τα επόμενα μέλη, τα οποία περιέχουν από τέσσερα μέχρι… … Dictionary of Greek
γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… … Dictionary of Greek
χρυσάνθεμο — Φυτό του γένους χρυσάνθεμο (οικογένεια σύνθετων ή κομποζιτών, δικοτυλήδονα) που κατάγονται από την Ιαπωνία (είναι το εθνικό της άνθος) και την Κίνα και καλλιεργούνται για διακοσμητικούς σκοπούς. Συνήθως με τη λέξη χ. εννοούνται τα υβρίδια των… … Dictionary of Greek
Μέντελ, Γκρέγκορ — (Gregor Mendel, Χέντσεντορφ, Σιλεσία 1822 – Μπρνο 1884). Αυστριακός βοτανικός και αυγουστινιανός μοναχός. Ο Μ. είχε εξαιρετικές επιδόσεις στο σχολείο και, επειδή οι πόροι της οικογένειάς του ήταν περιορισμένοι, στην προσπάθειά του να ακολουθήσει… … Dictionary of Greek
ψείρες — (φθείρες). Έντομα της τάξης των ανοπλούρων της οικογένειας των φθειριδών, που περιλαμβάνει αιματοφάγα εξωπαράσιτα του ανθρώπου και των πιθήκων. Το κεφάλι δεν έχει oφθαλμίδια και τα στοματικά όργανα είναι δηκτικού και μυζητικού τύπου. Ο θώρακας,… … Dictionary of Greek
αμειψισπορά — Στη γεωργία ονομάζεται α. η εναλλαγή στο ίδιο τμήμα εδάφους και για έναν καθορισμένο αριθμό ετών (κύκλος δύο και πλέον ετών) διαφόρων ποωδών καλλιεργειών, κατά μια ορισμένη τάξη, μέχρι την επαναφορά της αρχικής καλλιέργειας (συνεχής κυκλική α.).… … Dictionary of Greek
αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… … Dictionary of Greek
καναρίνι — (Serinous canarius canarius). Στρουθιόμορφο σποροφάγο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενές των Καναρίων νήσων, των Αζορών και της Μαδέρας. Τα κ. εισήχθησαν στην Ισπανία το 1478, μετά την κατάκτηση των Κανάριων νήσων από τους Ισπανούς, οι… … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
λεβάντα — Είδος δικοτυλήδονου, φρυγανώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Lavandula spica. Πρόκειται για πολύκλαδο θάμνο που φτάνει σε μέγιστο ύψος τα 45 εκ. Η λ. διαθέτει γραμμοειδή, λογχοειδή, σχεδόν… … Dictionary of Greek